Δευτέρα 20 Ιανουαρίου 2014

Εισηγήσεις – Νίκη της Σαμοθράκης – «ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΜΝΗΜΗΣ»





Πραγματοποιήθηκαν στις 26, 27, 28 & 29 Ιουλίου 2013 στη Σαμοθράκη «ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΜΝΗΜΗΣ» για τη συμπλήρωση 150 χρόνων από την ανεύρεση της Νίκης της Σαμοθράκης.
Οι εκδηλώσεις συνδιοργανώθηκαν από την Περιφερειακή Ενότητα Έβρου της ΠΑΜΘ και το Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Σαμοθράκης, με την υποστήριξη του Δήμου Σαμοθράκης και υπό την αιγίδα του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού και της ΙΘ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων.
Στην ημερίδα Πολιτισμού αναλύθηκε η επιρροή της Νίκης στη λογοτεχνία από τους συγγραφείς Δ. Στεφανάκη: «Όταν η Τέχνη συνομιλεί με τον Χρόνο» και Γ. Σκαμπαρδώνη: «Η Νίκη προηγείται του εαυτού της», στην ποίηση από τον Τίτο Πατρίκιο: «Η Νίκη στην Ποίηση», στον Κινηματογράφο από τον σκηνοθέτη Δήμο Αβδελιώδη: «Η ΝΙΚΗ ως πηγή έμπνευσης στην 7η τέχνη». Ακόμη η Ιστορικός Τέχνης Κική Χριστοδούλου στην εισήγησή της «Προβάλλοντας τη φιγούρα της ΝΙΚΗΣ στον Χρόνο» ανέλυσε τις επιρροές της Νίκης στις μορφές τέχνης στην περίοδο πριν την ανεύρεση της και στο χρονικό διάστημα μετά την ανακάλυψή της έως και σήμερα.


Στεφανάκης Δημήτρης
Η Νίκη της Σαμοθράκης, μία από τις τρεις φτερωτές Νίκες που βρέθηκαν στο νησί, αποτελούσε, σύμφωνα με όσα γνωρίζουμε, αφιέρωμα στο ναό των Μεγάλων Θεών ή Καβείρων στη Σαμοθράκη. Η ιστορία του αγάλματος μας είναι λίγο πολύ γνωστή, εκείνο που δεν γνωρίζουμε με σιγουριά είναι το όνομα του καλλιτέχνη που το φιλοτέχνησε γύρω στο 190 π. Χ.
Ειρωνεία : αναφερόμαστε σ’ ένα από τα διασημότερα γλυπτά όλων των εποχών, ως έργο ανώνυμου δημιουργού, σε μια εποχή σαν τη δική μας όπου εμφανίζονται σωρηδόν επώνυμοι καλλιτέχνες ανώνυμων έργων.
Ύστερα από χιλιετίες ανθρώπινης παρουσίας στη Γη ήρθε ίσως η ώρα να δεχθούμε ότι η Ιστορία δεν είναι απλά ένα είδος Χόλυγουντ όπου πρωταγωνιστούν οι μεγάλοι άνδρες. Είναι πρωτίστως η κιβωτός μέσα στην οποία διαφυλάχθηκαν τα μνημεία λόγου και τέχνης κι εκεί εγκαταβιώνει το ανθρώπινο πνεύμα στην πιο υψηλή του έκφανση.
Το εύλογο ερώτημα που τίθεται είναι με ποια κριτήρια επιλέγονται αυτά τα μνημεία λόγου και τέχνης. Τι τους προσδίδει τον αρχετυπικό χαρακτήρα που τους αποδίδουμε;
Ακούω συχνά κάποιους να λένε ότι οι αρχαίοι ημών πρόγονοι δημιούργησαν με βάση τον κώδικα που εμπνεύστηκαν από το φυσικό περιβάλλον . Έτσι όμως μοιάζει η μεγάλη τέχνη να είναι απλώς αποτέλεσμα παρατήρησης, μια διαδικασία μίμησης στην οποία μπορεί ο καθένας να ανταποκριθεί αρκεί να προσπαθήσει.
Στην πράξη βέβαια αυτό δεν ισχύει, πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει να αναζητήσουμε αλλού τις πηγές της καλλιτεχνικής δημιουργίας .Το στοιχείο της  τυχαιότητας  αποκλείεται ευτυχώς στην Τέχνη :Πίσω από κάθε μείζον δημιούργημα υπάρχει ένας μεγάλος δημιουργός. Υπάρχει στρατηγική , υπάρχει όραμα, μια συνεπής πορεία και μια διαρκής συνομιλία με το χρόνο. Αν σκεφτεί κανείς ότι από κάθε εποχή επιζούν τελικά ελάχιστα έργα, η αντίληψη ότι το ταλέντο αφθονεί στον κόσμο, παρηγορεί απλώς όσους οραματίζονται τον εαυτό τους ως μεγάλο καλλιτέχνη.
Ο Ελληνικός πολιτισμός παραμένει ορόσημο στην παγκόσμια Ιστορία , αυτό όμως δεν σημαίνει ότι όλοι οι Αρχαίοι Έλληνες υπήρξαν μεγάλοι δημιουργοί και όλα τα αρχαιολογικά ευρήματα ισοδυναμούν με έργα τέχνης. Οι άριστοι της εποχής εκείνης μας αποκαλύπτονται στο διάβα των αιώνων και κάθε αποκάλυψη αλλάζει την άποψη τόσο για την αρχαιότητα όσο και για τον σύγχρονο κόσμο.
Ποιος θα μπορούσε να φανταστεί ένα άγαλμα σαν την Νίκη της Σαμοθράκης πριν αυτό ξαναδεί το φως του ήλιου δυο χιλιετίες μετά τη γέννησή του; Ποιος θα μπορούσε να φανταστεί ότι ένας καλλιτέχνης της εποχής εκείνης θα συλλάμβανε με τέτοιο δυναμισμό την στάση και την κίνηση του ανθρώπινου σώματος ˙ θα εμπλούτιζε αλληγορικά το εκτόπισμά του , θα αναδείκνυε τη θηλυκότητα μέσα από αδρά σχήματα, θα ανέτρεπε τον κώδικα του κλασσικού ιδεώδους , θα συνομιλούσε με ρεύματα και τάσεις που εμφανίστηκαν μόλις τον εικοστό αιώνα.
Έτσι όμως συμβαίνει πάντα .Ένα μεγάλο έργο δεν είναι κόσμος περίκλειστος. Είναι μια ανοιχτή πρόκληση εκ μέρους του δημιουργού του. Όπως ο Όμηρος, ο Σαίξπηρ, ο Δάντης κι ο Θερβάντες είναι οι βασικοί συνομιλητές των ανθρώπων του λόγου σε κάθε εποχή , έτσι κι έργα όπως η Νίκη της Σαμοθράκης μέσα από τις διαδοχικές ερμηνείες που επιδέχονται κατά καιρούς θα συνεχίσουν να μας εμπνέουν με κάθε τρόπο .Ο Χέγκελ προσπαθώντας να αιτιολογήσει την αναγκαιότητα της τέχνης στον κόσμο μας, την ορίζει ως τη φυσική ικανότητα του ανθρώπου να αναδιπλασιάζεται μέσω της συνείδησης και των έργων του. Πλησιάζει δηλαδή σε αυτό που πολλοί δημιουργοί συναισθάνονται «ως στοίχημα με την αθανασία ».Ποια άλλη ανθρώπινη ανάγκη καλύπτει εντέλει η τέχνη παρά την λαχτάρα του καλλιτέχνη να νικήσει το χρόνο , να προεκτείνει τα σύνορα της δικής του ύπαρξης και να ακυρώσει το φυσικό και αναπόφευκτο γεγονός του θανάτου;
Η ηγεμονία της καθημερινότητας οδηγούσε ανέκαθεν τον άνθρωπο στη λατρεία του εφήμερου , σε αυτή την παράξενη θεότητα η οποία προβάλλει και αναδεικνύει τη μια μέρα ό,τι πιο ασήμαντο για να το καταργήσει βάρβαρα την επόμενη.
Κυρίαρχο δόγμα της εποχής μας αυτή η λατρεία του εφήμερου και του ασήμαντου μας αποπροσανατολίζει. Η μάστιγα της συνεχούς ενημέρωσης και η πλανητική ηγεμονία της τεχνολογίας δημιούργησαν πρωτόγνωρα ήθη. Οι δημοσιογράφοι διαχειρίζονται σε μεγάλο βαθμό τις τύχες της λογοτεχνίας και της Ιστορίας .Οι γκουρού της πληροφορικής εμφανίζονται ως κλειδοκράτορες του σύγχρονου κόσμου. Ίσως όμως κάπου αυτή τη στιγμή φιλοτεχνείται μια αντίστοιχη Νίκη της Σαμοθράκης , η ποιότητα και η υψηλή αισθητική της οποίας θα λοιδορεί ύστερα από εκατό χρόνια την ανούσια παρέμβαση όλων αυτών .Δεν βρίσκω άλλο τρόπο να καταλήξω από το να παραφράσω τον Πεσσόα και να πω ότι: « Η μεγάλη τέχνη αποτελεί απόδειξη πως η πραγματικότητα δεν είναι αρκετή ».



Γιώργος Σκαμπαρδώνης



Η Νίκη της Σαμοθράκης
προηγείται του εαυτού της


Το άγαλμα της Νίκης, σημάδεψε την Σαμοθράκη, όπως ο Καβάφης την Αλεξάνδρεια, ο Παπαδιαμάντης την Σκιάθο, κι ο Τζόις το Δουβλίνο. Η δε απαγωγή της έδωσε ακόμα μεγαλύτερη φήμη και δόξα στο άγαλμα και στο νησί, όπως η αρπαγή της Ελένης, δόξασε ανάστροφα την Σπάρτη, αλλά και την Τροία, έστω δια της καταστροφής της.
Ακόμα και στην ίδια την Ελλάδα εκτιμήθηκε περισσότερο το άγαλμα, όντας στο Λούβρο, εφόσον γενικά ουδείς Έλλην, ή το έργο του, αναγνωρίζεται εδώ, σε μας, αν δεν αναγνωριστεί πρώτα στις Ευρώπες, ή κάπου αλλού στην αλλοδαπή.
Η Νίκη της Σαμοθράκης, ως άγαλμα, ως έργο Τέχνης, σίγουρα αποτελεί μια από τις κορυφώσεις της γλυπτικής της Ελληνιστικής εποχής. Κι έτσι συμβαίνει κάθε φορά: ένα κλίμα, ένα ρεύμα, μια αντίληψη, ίδιοι Θεοί, πολλοί τεχνίτες και καλλιτέχνες που προηγούνται ή ζούνε στα ίδια χρόνια, συμβάλλουν, ασυναίσθητα, να αναχθεί η Τέχνη τους, δια του ενός, δηλαδή, μέσα από ένα δημιουργό, σε μια υπέρτατη στιγμή έμπνευσης, σε ένα, ή σε λίγα έργα, στην περιωπή του αριστουργήματος.
Το άγαλμα αυτό, που σαρκώνει αενάως το πάθος της νίκης, τον θρίαμβο, την επικράτηση, την λύτρωση, την θέσπιση μιας νέας εποχής, ή έστω την ελπίδα τους, μεταγγίζει στον θεατή την αίσθηση του ιερού: είτε είναι μια θεά που κατέρχεται προς τους θνητούς, αναγγέλλοντας, ή κομίζοντας τη νίκη, είτε μια μορφή θνητής, που ανέρχεται προς την ιερή μεταρσίωση, την υπερέξαρση, την αποθέωση. Ίσως είναι κάτι διαρκώς ενδιάμεσο, ως ένσαρκη, υλική αποπνευμάτωση που τείνει, δια της δόξας και της απογείωσης προς την ένθεη τάξη.
Ο αποφασιστικός διασκελισμός της δείχνει μια διαδρομή που έχει ήδη διανυθεί, αλλά και έναν δρόμο που έρχεται. Είναι διάνυσμα, μια τεντωμένη χορδή. Είναι το γεγονός αλλά και το επιγενόμενο, μια προηγούμενη κατάσταση αλλά και η υπόσχεση μια νέας. Μια διαρκής, εν στάσει, και ταυτόχρονα εν κινήσει ενέργεια. Ένα έλασμα εν εγρηγόρσει. Κινείται από το σθένος, το πάθος, την γενναιότητα της αρετής, επικυριαρχώντας στον χώρο, θριαμβεύοντας πάνω στην επικράτεια του υπάρχοντος αλλά και του νοητού, περπατώντας, αλλά και σχεδόν ιπτάμενη συνάμα δια των φτερών. Γήινη και υπερούσια, υπαρκτή, αλλά και δρομέως διαφεύγουσα, σταθερή αλλά και αέναα μετακινούμενη, εξαφανίζει το μαρμάρινο βάρος της μέσα στο όραμα που αποδεσμεύει και την αποδεσμεύει.
Η Νίκη της Σαμοθράκης προηγείται του εαυτού της. Είναι το εδώ και μαζί το επέκεινα. Ένας γοργός διασκελισμός, υπερτοπικός και υπερχρονικός, μια διαρκής μετάβαση, χωρίς προηγούμενο, ή επόμενο όριο. Εξακτινώνει διαρκώς τον ενεστώτα της αιωνιότητας. Ελαύνεται δονούμενη από μια πρόθεση σημασίας, μέσα στην εύγλωττη σιωπή. Και είναι διήγηση μαζί και ρηξικέλευθη πράξη, αναγωγή και προνόμιο, αγκάλη και αιχμή, εκκοσμίκευση του ιερού και ακύρωση της θνητότητας. Τείνει προς μια ακατόρθωτη εντέλεια, μετατρέποντας το βάρος σε ψευδαίσθηση και την ασάφεια σε νόημα σαφές, αλλά και πολύτροπο. Φέρει την αναγγελία και γίνεται η ίδια Ευαγγελισμός.
Είναι σωματική, έχει σώμα, αλλά αέρινα πειστική. Ελληνικά μοιάζει αήττητη, που θα έλεγε κι ο ποιητής. Επανευρίσκει κανείς, κοιτώντας την, το μακρύ νόημα μιας ολόκληρης εποχής, ή, αλλεπάλληλων εποχών που μεταχαλκεύθηκαν σε μια, οριστικά και στο διηνεκές, αλλοιούμενη συμπύκνωση. Υπάρχει σε συνεχή μεταμόρφωση, κλιμακώνεται, σαν τις διαδοχικές φάσεις της Σελήνης, αν τις δεις σε γρήγορη προβολή. Και είναι σε αιώνια διένεξη με το πριν και το μετά. Τετελεσμένη και αϊδια. Βλέποντάς την νιώθεις την ωρίμανση του μέλλοντος μέσα στο παρόν. Διεκδικώντας προβαίνει, ξεπερνώντας τον εαυτό της, σε μια διαρκώς ανανεούμενη υπέρβαση. Το άγαλμα αυτό είναι δοξολογία της νίκης, καθήκον, και  ταυτόχρονα προοπτική. Διασχίζει τις δεκαετίες, διαπερνά τους αιώνες, ταπεινώνοντας την έννοια του χρόνου. Εισδύει, αλλοιώνοντας. Αυθυπερβαίνεται με έναν εγελιανό τρόπο, χωρίς να φθίνει. Σπαργανώνει μια θεωρία του ακατάπαυστου πολέμου και της τελικής ανάτασης, της θέλησης και της ακμής. Από τα μικρά και τα ανούσια, ως τα μεγάλα και τα υπέρτατα. Προαναγγέλλει, ίσως, το κατοπινό «θανάτω θάνατον πατήσας». Την ανάσταση. Αφού ήδη οι Ελληνιστικοί χρόνοι και ο Πλωτίνος, διαλαλούν χαμηλόφωνα την έλευση του ενός Θεού. Τη νίκη επί του θανάτου.
Δεν είναι μια ακραία σκέψη, αφού η Νίκη της Σαμοθράκης, θα μπορούσε να πει κανείς πως πιθανώς αποτέλεσε – τότε που δέσποζε επί ελληνικού εδάφους – το ενδεχόμενο πρότυπο για την
ζωγραφική αναπαράσταση των χριστιανικών αγγέλων, με τα φτερά, την κίνηση και τις βαθιές πτυχώσεις στα διάφανα ενδύματα. Είναι, καθεαυτή, η διαμεσολάβηση, η συνέχεια, η υπερβατική συνάφεια.
Ο χρόνος, τεμαχίζοντάς την, καρατομώντας την, αφαιρώντας της μέλη, δεν κατόρθωσε να της μειώσει το μεγαλείο, ή το φέρον μήνυμα. Ίσα-ίσα, με τον διαμελισμό της κατακτά μια βαθύτερη ενότητα. Κι έτσι, τυχαία εντελώς, ή, από μια άλλη πρόνοια των θεών, η Νίκη της Σαμοθράκης, έδειξε στους καλλιτέχνες του 19ου αιώνα, πως ένα έργο μπορεί να είναι τελειωμένο χωρίς να είναι αναπαραστατικά ολόκληρο, ή να υπάρχει ολόκληρο, χωρίς να είναι ακέραιο, με βάση την φυσική αντιστοιχία. Η Νίκη μιλάει αθέλητα και πολύ νωρίς για την αφαίρεση στην Τέχνη και στην λογοτεχνία. Κάθε δημιουργός που την βλέπει, τότε, νιώθει, με δέος, το προφανές: πως η έλλειψη, η αφαίρεση, ο εκβραχισμός, ο ακρωτηριασμός δεν μειώνουν το σημαίνον, ή το νόημα, αλλά μάλλον το επιτείνουν. Το πυκνώνουν μέσα στην συνεκτική τους παραμόρφωση. Το κάνουν δραστικότερο. Δεν χρειάζεται να τα πεις όλα – που έτσι κι αλλιώς δεν λέγονται – αλλά αφαιρώντας συνέχεια να μείνεις στο πυρηνικά ουσιώδες και στο θραυσματικά, μυστηριακά αληθές. Ξεπερνιέται ο ακαδημαϊσμός, η ορθή αποτύπωση, η εμμονή στην λεπτομέρεια, η αληθοφάνεια, η αντιστοιχία με το υπάρχον, η συμμετρία, η φλυαρία, η εύκολη προφάνεια. 
Αλλά η Νίκη της Σαμοθράκης, θα μπορούσε να είναι και το πρόπλασμα όλης της μοντέρνας Τέχνης, αν, έστω ακραία, σκεφτούμε πως ενδέχεται να έχει υπάρξει η κύρια έμπνευση του Μαρινέτι, όταν συνέλαβε την ιδέα του Φουτουρισμού, ο οποίος είναι η μήτρα των επόμενων κινημάτων, κυρίως του Σουρεαλισμού και των εκδοχών του: ο δυναμισμός, η κίνηση προς το μέλλον, η εφόρμηση, η έφοδος, το σπάραγμα, η αφαίρεση, η παραμόρφωση, η έλλειψη, η σαρωτική μετάβαση,  η νίκη επί του παλαιού και του στατικού,  του αποδεκτού, του        ακαδημαϊκού, του καλοφτιαγμένου, του τυπικά ολοκληρωμένου. Η Νίκη θα μπορούσε κάλλιστα να είναι κυρίως ένα φουτουριστικό, ή ένα σουρεαλιστικό έργο ζωγραφικής, γλυπτικής, ή ποίησης. Η δυναμική της αφαίρεση θα έλεγε κανείς ότι προοιωνίζεται τον θραυσματικό διασκελισμό των ποιημάτων του Μαγιακόφσκι και όχι μόνο. Κι αυτό εξαιτίας των κομματιών   που της λείπουν, χωρίς όμως να της λείπει τίποτε, ίσως ακριβώς, εξαιτίας του ακρωτηριασμού της, που, επιπλέον, εκκρίνει περίσσεια εκδοχών. Η στέρηση κάποιων μελών της την κάνει να προηγείται αισθητικά του εαυτού της, ανακεφαλαιώνοντας αλλά και ξεπερνώντας τις προθέσεις και τα όρια του δημιουργού της.
Το σκληρό, το άκαρδο μοντάζ που της έκανε ο χρόνος και η πολύχρονη ταφή της, την αναγέννησαν αισθητικά νεότερη. Η επάρκειά της, ως έργου, συμπυκνώθηκε. Τα κομμάτια που λείπουν την κάνουν όχι μόνο πιο δυναμική, αλλά και πιο διαχρονικά δραματική, κινητοποιούν περισσότερο την μετοχή του θεατή, την συνέργεια, την συνδημιουργία, δίνουν χώρο στο αίνιγμα και στην πολυσημία. Εξάλλου, πάντα η νίκη εξυπακούει και την απώλεια, την αποκοπή, ένα προηγούμενο, ή ένα επόμενο δράμα. Και την προσμονή μιας επόμενης νίκης, μέσα από ένα νέο ιδεώδες.
Η Νίκη της Σαμοθράκης απήχθη,  αλλά ταυτόχρονα είναι σε ειδική αποστολή.  Τώρα αναγκάζεται να μιλάει, πέρα από άψογα Ελληνικά, και σχεδόν σπασμένα γαλλικά. Με μια έννοια, παραλλάσει το ταξίδι του Οδυσσέα. Αλλά κάποτε, αλλιώς φυσάει ο αέρας. Αλλά κάποτε, παραμονή Δεκαπενταύγουστου, θα γυρίσει. Θα επιστέψει πτερόεσσα, επική,. θριαμβική, ακάθεκτη, προηγούμενη πάντα του εαυτού της, για να ενθρονιστεί στην δική της Ιθάκη, που είναι η ιερή Σαμοθράκη, το νησί των Καβείρων και των Μεγάλων Θεών.





Η νίκη ως πηγή έμπνευσης στην 7η Τέχνη.
   Θέλω να εκφράσω ειλικρινώς τη χαρά μου που βρίσκομαι σε ένα χώρο μαγικό. Ένα χώρο που η μαγική του αύρα  απλώνεται στο παρελθόν και φτάνει στο παρόν. Και το λέω αυτό με  βεβαιότητα, γιατί οι ώρες που περάσαμε από τη στιγμή που ήρθαμε μέχρι τώρα, είναι μόνο γόνιμες για το πνεύμα. και αισθάνεται κάποιος, όταν φτάνει στη Σαμοθράκη, ότι φτάνει σε ένα ιδιαίτερο μέρος του κόσμου, και είναι ο καιρός που αισθανόμαστε ότι όλα τα μέρη του κόσμου  δεν είναι τα ίδια. Αυτό όμως θα το εξηγήσουν άλλοι. Για ποιο λόγο δηλαδή αυτά τα  μέρη  όταν βρισκόμαστε εκεί, μας δίνουν δύναμη, κουράγιο, αισιοδοξία χωρίς να ξέρουμε το γιατί, μόνο και μόνο γιατί βρισκόμαστε εκεί.
   Την πρώτη φορά που ασχολήθηκα ιδιαίτερα με τη Νίκη της Σαμοθράκης, ήταν η ταινία που θα δούμε το βράδυ, και για την οποία εκ των υστέρων ανακαλύπτω ότι είχα συνειδητοποιήσει μόνο την προφανή της διάσταση . Αυτές τις μέρες που βρέθηκα ξανά εδώ, βλέποντας τους χώρους που είχα δει το 1989, κοιτάζοντας πάλι το άγαλμα στη νυχτερινή επίσκεψη που κάναμε εχτές και που ήτανε πραγματικά συγκλονιστική, μου ήρθε η ιδέα ότι η Νίκη της Σαμοθράκης,  αλλά πιθανόν και η Νίκη της Ακρόπολης στην Αθήνα, η ‘’Άπτερος Νίκη’’, και κάθε άλλη  νεώτερη δημιουργία ή αναπαραγωγή  αγαλμάτων εμπνευσμένων από την ιδέα της Νίκης ,σαν ελληνικής θεότητας, δεν δίνουν την εικόνα ενός βίαιου και επιβλητικού αισθήματος, παρ’ όλο που κάθε νίκη αναδύεται μέσα από ένα σκληρό και πολλές φορές αιματηρό  αγώνα, που ακόμα και αν είναι ένας αγώνας, όχι σε πολεμικό, αλλά σε συμβολικό επίπεδο, όπως ας πούμε ένας αθλητικός αγώνας, πάλι δεν παύει να σημαίνει την ήττα και τον συμβολικό θάνατο του αντιπάλου. Επομένως ο συμβολισμός της Νίκης από την γλυπτική και τις παραστατικές τέχνες θα έπρεπε να αποπνέει αισθήματα υπεροχής και υπεροψίας εφ’ όσον έπειτα από έναν νικηφόρο αγώνα, κάποιος επιβάλλει την εξουσία του, τη θέλησή του, ώστε ιδεολογικά και μορφικά η Νίκη θα έπρεπε να εκφράζει αυτή την κυριαρχία και την άποψη αυτών που  την κατέκτησαν. Ποιος είναι λοιπόν αυτός ο ιδιαίτερος χαρακτήρας της Νίκης, έτσι όπως ορίζεται μέσα από την ελληνική τέχνη και το ελληνικό πνεύμα, που υπερβαίνοντας  αυτές τις συλλογιστικές , διαφεύγει προς μια τέτοια υπερβατική και υπερκόσμια αίσθηση , αφήνοντας αναπάντητες  τις δογματικές και φοβικές λογικές ; Τι ακριβώς θέλει να μας πει αυτή η Νίκη;
   Αυτό που ένοιωσα, βλέποντας το άγαλμα της Νίκης για πρώτη φορά το 1989 στο Μουσείο της Σαμοθράκης, ήταν ένα αίσθημα στεναχώριας, έτσι όπως την κοίταζα από το δάπεδο, προβεβλημένη στο φόντο ενός υπερυψωμένου παραθύρου με κάθετα κάγκελα που έδιναν την αίσθηση μιας φυλακής. Σκέφθηκα τότε ότι η επιλογή αυτής ακριβώς της θέσης από τον Υπεύθυνο του Μουσείου που την τοποθέτησε τότε, όταν έφθασε το αντίγραφο από τον Λούβρο, δεν έγινε μ’ έναν τυπικό τρόπο επαγγελματικής ρουτίνας αλλά πιθανόν από το πλεόνασμα των   αισθημάτων που τον κατέλαβαν, έχοντας την ευθύνη και μάλλον τη συγκίνηση της παραλαβής και της διαχείρισης ενός ‘πράγματος’ που δεν έχει πραγματικά ιδιοκτήτη και ούτε φυλακίζεται. Μ’ αυτή τη σκέψη, ακόμα κι αν είχα υπερεκτιμήσει τα πράγματα, μπορούσα να δώσω έστω μιαν εξήγηση    σ ’αυτό το αίσθημα στεναχώριας που ένοιωθα κι’ εγώ,  και όχι μονάχα από το στενό-χωρο του ακέφαλου Αγάλματος, εγκλωβισμένου στη Γωνία του μικρού θαλάμου, αλλά κι’ από το βαθύτερο αίσθημα μιας έλλειψης και μιας απώλειας ,όχι τόσο του πρωτότυπου αγάλματος της Νίκης, όσο της ιδέας της Νίκης. Αυτής της Νίκης που γεννά καινούργιες, δημιουργικές ιδέες στην πραγματικότητα του τώρα και του σήμερα, της προσωπικής, κοινωνικής και πολιτικής μας συνύπαρξης. Αυτό με απελευθέρωσε από το βάρος και την εμμονή της αποκλειστικότητας και του παρελθόντος. Δεν μπόρεσα όμως τότε να δω και την άλλη της διάσταση, την οποία διαπίστωσα μόλις χθες βράδυ, κοιτάζοντας τις πτυχώσεις  του ενδύματός της, τις πτυχώσεις αυτές που αν αφήσει κανείς το νου του να δει καθαρά, βλέπει ότι  δίνουνε την αίσθηση ενός ανάλαφρου ρεύματος, που φυσά και ανασηκώνει  το σώμα της,  εξουδετερώνοντας το βάρος του μαρμάρου, κάνοντάς το  να ίπταται στον αέρα. Αυτή η πνοή που της έδωσε η ψυχή του δημιουργού της πέρασε και στο αντίγραφο. Δεν είναι δύσκολο μετά να δεις και το πρόσωπο και το βλέμμα της. Γαλήνιο και οικείο ανάμεσα στα μαλλιά, ελαφρά ανασηκωμένα από τις αύρες, αναβλύζοντας αισθήματα αγάπης και οίστρου. Αυτό το ιδιαίτερο  πρότυπο της Νίκης λοιπόν, δεν έρχεται  να συμβολίσει την κυριαρχία και τη δύναμη. Ο Άγνωστος καλλιτέχνης που το έπλασε δεν λειτούργησε σαν εκφραστής ούτε των προσωπικών του αναζητήσεων, ούτε καν της κοινωνικής ομάδας  ή του γένους που ανήκε, και δεν εξέφρασε μόνο το μέρος των νικητών αλλά  και των ηττημένων. Αυτός φαίνεται να είναι ο ιδιαίτερος, υπερβατικός χαρακτήρας της αρχαίας ελληνικής τέχνης και του πολιτισμού, που δεν περιορίζεται σε ελληνικά ή εθνικά ή  άλλου είδους όρια, αλλά παραμένει διαρκώς επίκαιρος και προσφιλής γιατί εκφράζει οικουμενικά όλους τους ανθρώπους ανεξάρτητα από τη φυλή το φύλο ή το έθνος. Δεν μπορούμε βέβαια να ισχυρισθούμε ότι το είδος αυτού του πολιτισμού διαπότισε ή επηρέασε ποτέ σοβαρά τους κοινωνικούς ή τους πολιτειακούς και τους πολιτικούς θεσμούς του σύγχρονου ελληνικού κράτους. Απεναντίας διασώθηκε μέσα στα επιζήσαντα κομμάτια του ελληνικού λαικού πολιτισμού ως το 1970, που ήταν ακόμη ζωντανός και από κάποιες μεμονωμένες μεγάλες μορφές της τέχνης, του πολιτισμού και των επιστημών, από την Ελλάδα αλλά και την Παγκόσμια  κοινότητα. Επίσης οικειοποιήθηκε και αξιοποιήθηκε επιλεκτικά από τα έθνη  που προσέλαβαν  και μελέτησαν αυτή τη γνώση,  μέσα από την αρχαία γραμματεία αλλά και από τα μνημεία και τα έργα τέχνης που διεσώθησαν. Βλέποντας κανείς ακόμα κι’ ένα ακέφαλο άγαλμα μπορεί  να νοιώθει με όλες του τις αισθήσεις, χωρίς απαραίτητα να καταλαβαίνει κιόλας γνωστικά, το είδος αυτού του πνεύματος που εξακολουθεί να είναι ενεργό και να αναπαράγεται γαλήνια και ταπεινά σε κάθε γωνιά τη Γής, μέσα από νέες ποικίλες μορφές, όταν αυτές μας ενθυμίζουν την απολεσθείσα πνευματική και θεική διάσταση του ανθρώπινου  γένους και την συμπαντική αρμονία, σαν αστείρευτη πηγή της δημιουργίας και της χαράς.
Η αδυναμία του σύγχρονου παγκοσμιοποιημένου οικονομικού συστήματος  να δώσει επαρκείς λύσεις σε σοβαρά ανθρωπιστικά ζητήματα και επίσης οικολογικά τέτοια, που αλλάζουν επικίνδυνα τις ενεργειακές ισορροπίες και το κλίμα, με απρόβλεπτες ανατροπές, βάζοντας σε κοινή μοίρα και κινδύνους δικαίους και αδίκους, αλλά κυριότερα η χωρίς πειστική αιτιολογία και η χωρίς κανένα άλλο όφελος , έλλειψη κάθε ευγενούς προοπτικής και νοήματος της ζωής και της ύπαρξης πάνω στη Γή, δείχνει την μέχρις στιγμής αποτυχία του ανθρώπινου γένους να ωριμάσει  και να πιστέψει, πως μπορεί και οφείλει να διαχειριστεί τον πλανήτη σαν ένα ανεξάντλητο θαύμα, που μέσα του μπορεί να δημιουργεί διαρκώς άλλα θαύματα.
   Κλείνω το θέμα της Νίκης της Σαμοθράκης, όπως το ανακάλεσα χθες και θα περάσω  με λίγα λόγια στην ταινία, η οποία ξεκίνησε σαν σκέψη κάπου το 1988. Αυτό που μου έδωσε το έναυσμα, ήταν το προεκλογικό σύνθημα εκείνης της εποχής , «Όλοι μαζί για τη νίκη» με τεράστιες αφίσες, οι οποίες είχαν κατακλύσει όλη την Αθήνα και εκεί μου δημιουργήθηκε η απορία, πώς είναι δυνατόν να πηγαίνουμε όλοι μαζί για τη νίκη, όταν δεν υπάρχει και κάποιος αντίπαλος; Αυτό δεν μπορούσε να σταθεί  λογικά, γιατί κάθε εκλογική αναμέτρηση όπως κι’ εκείνης της περιόδου, είχε  πολλούς αντιπάλους οι οποίοι όμως εξαφανίσθηκαν από την  αμήχανη αοριστία  εκείνου του συνθήματος, που  με παρακίνησε να το σχολιάσω, να το αναλογισθώ και τέλος να ανατρέξω στο αρχέτυπο της Νίκης και του Αγάλματος της για να δω τι άλλο θα μπορούσε να σημαίνει ένα τέτοιο σύνθημα που αναφερόταν στην Νίκη.
Αυτή λοιπόν η εμπλοκή, με τη Νίκη της Σαμοθράκης, με χειραγώγησε στο να αποδώσω και να περιγράψω μ’ένα τρόπο σατιρικό, την προσωπική μου  ματιά  στον χαρακτήρα του ελληνισμού, απαντώντας έτσι και στο ζήτημα που είχε τεθεί, σχεδόν δραματικά, εκείνη την περίοδο περί της ταυτότητος του ελληνισμού,σαν επαναπροσδιορισμός και συνομιλία μετη γενιά του30 Η  πρώτη  σκέψη  που  γεννήθηκε  ήταν ο τίτλος:  Νίκη   της  Σαμοθράκης, χωρίς το άρθρο, ώστε να εννοείται ότι αυτό που νικάει τελικά είναι η ίδια  η  Σαμοθράκη, σαν χώρος  και  ιδέα  που υποδέχεται  διαδοχικά  μέσα  της τους  ανθρώπους  σαν  θνητούς,   όπου  μέσα  στα  χρονικά  όρια  που  μας  δίδονται, άλλοι  προσπαθούμε  ίσως να  καταλάβουμε , κι’ άλλοι που  δεν μπορούμε   να   νοιώσουμε  καν,     πού  βρισκόμαστε   και  ποιος   είναι    ο σκοπός μας.
Επίσης μου έδωσε την ιδέα οι δύο αντίπαλοι που την διεκδικούν, να είναι οι Σαμιώτες και οι άλλοι Σαμοθρακίτες, για να υποδηλώνει την κοινή τους καταγωγή, όπως άλλωστε  θεωρείται και ιστορικά η Σαμοθράκη σαν αποικία  της Σάμου, χωρίς να γίνεται αυτό το εμπόδιο, για έναν μεταξύ τους ανταγωνισμό, όταν θα βρεθούν κι οι δυο τους γείτονες στην Αθήνα, στο πνεύμα της αστυφιλίας και της εγκατάλειψης της υπαίθρου στην 10ετία του ’60. Οι Σαμιώτες σαν πρότεροι των άλλων, παίζουν τον ρόλο των πιο συντηρητικών ατόμων που είναι άτολμοι και δεν παίρνουν εύκολα αποφάσεις, περιορισμένοι στα κεκτημένα και τα καθιερωμένα, ενώ οι Σαμοθρακίτες τον ρόλο των πιο τολμηρών και ευέλικτων, που δεν επαναπαύονται, μα βρίσκουν λύσεις ψάχνοντας νέους δρόμους, συμπαρασύροντας δίπλα τους και τους άλλους. Οι Σαμιώτες είναι σιδεράδες από τους παππούδες τους και όταν το επάγγελμά τους  αρχίζει από τις νέες τεχνολογικές εξελίξεις να μην έχει πλέον αντικείμενο και να καταρρέει, κι’ αυτοί να φυτοζωούν ,μη  έχοντας την ετοιμότητα και τη δύναμη να ανανεωθούν, βρίσκονται παθητικά στο έλεος των γειτόνων τους Σαμοθρακιτών, που με το αφεντικό τους τον Παγώνα βρίσκονται στο απόγειο της επαγγελματικής τους επιτυχίας, με το φαναριτζήδικό  τους γεμάτο από ολοένα αυξανόμενη πελατεία .Οι δυο Σιδεράδες, άπραγες,  παραδίδουν το σιδεράδικό τους στους πρώην αντιπάλους τους, σαν επέκταση του φανοποιείου και μετατρέπονται σε δόκιμους φαναριτζήδες και ορντινάντσες του  Σεβαστιανού Παγώνα. Όμως ο ίδιος διαρκώς ανήσυχος δεν αρκείται σ’ αυτή την επιτυχία και όταν επιστρέφει στη Σαμοθράκη για το θάνατο του πατέρα του, βλέπει πλέον το εγκαταλελειμμένο νησί με άλλο βλέμμα, μυούμενος από ένα ιερέα απόγονο των Καβείρων στην πρόσληψη μιας άλλης, μυθολογικής διάστασης που δεν την βλέπουν οι επισκέπτες. Αυτή η αναγωγή του σε ένα άλλο επίπεδο θέασης των πραγμάτων από τον Παπα-Κάβειρο,  βασίστηκε σαν ιδέα και σαν μορφή στον Ανδρέα Εμπειρίκο, που με το ποιητικό κείμενο της Οκτάνας,  σε μια εξαιρετικά δύσκολη εποχή που όλοι τρόχιζαν με λύσσα τα μαχαίρια, δεν πτοήθηκε να μιλήσει, μετά τον Αριστοφάνη, για μια άλλη ουράνια νεφελοκοκκυγία, όπου οι άνθρωποι δεν θα ενοχοποιούν και δεν θα  βασανίζουν το σώμα τους και τους άλλους, αλλά θα το αγαπούν, και θα αμαρτάνουν μόνο όταν του απαγορεύουν την απόλαυση.
Τέλος ενσωματώθηκαν  διάφορα στοιχεία από την αρχαία και  την λαική παράδοση αλλά και από τις σύγχρονες τέχνες με  σκοπό,- πέρα από μια επιλεγμένα παιγνιώδη περιγραφή της ελληνικότητας,- κυρίως την επισήμανση μιας απειλητικής προοπτικής, από τη σαρωτική επέλαση της τεχνοκρατίας που υποσχόμενη υλική ευημερία, παρήγαγε ένα τεράστιο πλήθος σκουπιδιών σε γη ,θάλασσα και αέρα μολύνοντας η καταστρέφοντας το αναντικατάστατο θαύμα του φυσικού πολιτισμού του πλανήτη, χωρίς άλλον εντέλει σκοπό από το κέρδος.
   Αυτός ήταν ο στρατηγικός σχεδιασμός της ταινίας, ο οποίος συγκροτήθηκε εμπνευσμένος από το άγαλμα της Νίκης της Σαμοθράκης. Χωρίς αυτήν δεν θα υπήρχε τέτοιου είδους  ταινία.
   Τελειώνοντας θέλω να εκφράσω τη αξέχαστη συγκίνησή μου ,  για τη γιορτή που έγινε χθες βράδυ στο προαύλιο του Μουσείου από τους μαθητές, κορίτσια και αγόρια της Σαμοθράκης με την έμπνευση, τη διδασκαλία και τη συμμετοχή της Δασκάλας τους κυρίας Τηγανούρια . Είδαμε αληθινά μια τελετουργική παράσταση, με την ανεπιτήδευτη και μ’αυτήν την αφοπλιστική σοβαρότητα  που πήραν τα πρόσωπά  τους,   σαν οικείες μορφές από τα αγάλματα και τα γλυπτά της αρχαιότητας. Ήταν αντάξιο της Σαμοθράκης, αντάξιο της ιερότητας που έχει αυτός ο χώρος, γιατί με την αθωότητά τους, τους χαρίστηκε να ενσαρκώσουν αυτό το πνεύμα που υπάρχει εδώ αοράτως, κι’ έτσι να το νοιώσουμε κι’ εμείς.
Τέλος θέλω να ευχαριστήσω για την πρόσκληση ,τη φιλοξενία και για τη θεματική αυτού του συνεδρίου, την κυρία Νικολάου και τον κύριο Χανό, που εκπροσωπούν πραγματικά επάξια τους θεσμούς της Περιφέρειας Θράκης και του Δήμου Σαμοθράκης. Πρόκειται για τις λίγες εξαιρέσεις που δρουν, γνωρίζουν και κυρίως νοιώθουν αυτή την μεγάλη και αθόρυβη πυρηνική δύναμη του ελληνικού πνεύματος, σαν οικουμενικού πολιτισμού  του  ωραίου, της ανθρωπιάς και της αγάπης.
                                                                                                       Δήμος Αβδελιώδης








Προβάλλοντας τη φιγούρα της Νίκης στο χρόνο

Σαμοθράκη, 28 Ιουλίου 2013.
Κική Χριστοδούλου, Ιστ. Τέχνης-Μουσειολόγος.

Η ανακοίνωση έχει σαν στόχο να προσπαθήσουμε να απαντήσουμε στο ερώτημα: αν και με ποιον τρόπο, ανιχνεύεται τυχόν επίδραση της Νίκης της Σαμοθράκης σε νεότερα έργα.
Αναζητώντας όχι αντίγραφα, αλλά τον εικονογραφικό απόηχο της έμμεσης γνώσης του αγάλματος σε πρώτο χρόνο και, σε δεύτερο χρόνο, της άμεσης από την ανακάλυψή του τον 19ο αι και έπειτα.
Έμμεσα, η γνώση ενός έργου τέχνης που έχει χαθεί περνάει δια μέσου πολλών οδών:
- από τυχόν αντίγραφα των επόμενων καλλιτεχνών,
- από την αρχαία ελληνική και ρωμαϊκή γραμματεία.
- κι από την εικονογραφική μετατόπιση στοιχείων σε άλλες τεχνικές (αγγεία, νομίσματα, κ.λ.π.).
Η ανίχνευση του εικονογραφικού στίγματος συχνά δεν αφορά το σύνολο, αλλά τα κύρια χαρακτηριστικά γνωρίσματα που πρέπει να απομονώσουμε και να εντοπίσουμε, ώστε να τα παρακολουθήσουμε στην χρονική τους εξέλιξη. Ειδικά, όταν πρόκειται για έργα τέχνης που χάθηκαν για αιώνες και ανακαλύφθηκαν μόλις πριν από 150 χρόνια.
Έτσι, η αγγελιοφόρος των θεών[1], αν «μειωθεί» στα βασικότερα γνωρίσματά της, είναι μια μορφή φτερωτή, τη στιγμή της κίνησης, με το δεξί πόδι να πατά σταθερά μπροστά ώστε να εξασφαλίσει την κίνηση του αριστερού. Το σώμα κλίνει ελαφρά μπροστά κι ένα μεγάλο τμήμα ενδύματος ανεμίζει πίσω και εξασφαλίζει στο γλυπτό ένα μέρος του αντίβαρου ισορροπίας. Γνωρίσματα που φυσικά βρίσκουμε και σε άλλες φτερωτές θεότητες (Ειρήνη, Τύχη, Νέμεσις, Ιώ κ.ά.). Η Νίκη της Σαμοθράκης όμως, βρίσκεται, ήδη κατά την αρχαιότητα, σε υψηλό σημείο στην εικονογραφική εξέλιξη των φτερωτών θεοτήτων. Μάλιστα, συχνά κρατάει κάποιο στέμμα, ταινία, κλαδί, τρόπαια αναγγέλλοντας την αθλητική ή πολεμική νίκη.
Τα χαρακτηριστικά αυτά θα ακολουθήσουμε στο χρόνο μέσα από, κατά το δυνατόν, αντιπροσωπευτικά παραδείγματα. Η εξέλιξή τους σαφώς εξαρτάται από τη γενικότερη πρόοδο της τέχνης, που συμβαίνει σε συνάρτηση με τις αναζητήσεις των καλλιτεχνών της κάθε εποχής, θρησκείας, λαού, κινήματος, κ.ο.κ.

Γνωστότερο παράδειγμα συσχέτισης ύφους αποτελούν τα ανάγλυφα του ναού του Διός στην Πέργαμο[2], όπου διακρίνουμε μία φτερωτή φιγούρα σε κίνηση, με ανοιχτά φτερά, με το ένα πόδι μπροστά και το χέρι τεντωμένο τη στιγμή που στεφανώνει τη θεά Αθηνά. Η Νίκη που στεφανώνει τον νικητή ενός αγώνα φέρνοντας αιώνια δόξα κι ένα είδος αθανασίας.

Τη Νίκη στη ρωμαϊκή τέχνη τη βρίσκουμε και πάλι να στεφανώνει τον νικητή. Αυτή τη φορά τον ίδιο τον αυτοκράτορα, τον Μάρκο Αυρήλιο, σε ανάγλυφο από μνημείο θριάμβου[3].
Και, στις αρχές της βυζαντινής τέχνης με ένα ανάγλυφο επίσης, μιας πύλης από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης[4]. Ξαναβρίσκουμε τη φτερωτή φιγούρα με το δεξί πόδι μπροστά να λυγίζει εξασφαλίζοντας τη σταθερότητα για την κίνηση του αριστερού και, να κρατάει κλαδί όπως η αρχαία θεότητα. Συντελείται έτσι το πέρασμα από τη ρωμαϊκή τέχνη (βρισκόμαστε στο ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας) στη χριστιανική εικονογραφία.
Η ιστορία της τέχνης, μας διδάσκει πως οι εικονογραφικές συνήθειες πατάνε σε αυτές των προηγούμενων εποχών. Με μικρότερες ή μεγαλύτερες «μεταλλάξεις». Ανδρικές θεότητες συχνά επιδρούν στην εικονογραφία γυναικείων και το αντίστροφο.

Με τον τρόπο αυτό, η θεότητα της Νίκης (ως φτερωτή θεότητα της αρχαιότητας) επιδρά στην εικονογραφία των φτερωτών μορφών της νέας θρησκείας: του Χριστιανισμού δλδ. Σε μωσαϊκό από το Μοναστήρι της Παναγίας της Αγγελόκτιστης στην Κύπρο[5], η νέα μορφή είναι φτερωτή, με το δεξί πόδι ελαφρά λυγισμένο μπροστά, φορώντας ακόμη τον μακρύ χιτώνα των αρχαίων φιλοσόφων και διατηρώντας την χαρακτηριστική ιδιότητα: εκείνη του αγγέλου με την αρχαία ελληνική έννοια της λέξης, του αγγελιοφόρου δλδ των θεών. Στο κάτω τμήμα των φτερών διακρίνονται φτερά παγωνιού, συμβόλου αιωνιότητας και αθανασίας. Συνδέοντάς έτσι, την υστεροφημία που έδινε παλαιότερα η Νίκη με τις νέες έννοιες και τους νέους συμβολισμούς.

Η παράσταση του Ευαγγελισμού είναι αρκετή να μας δώσει παραδείγματα συνέχειας της μορφής του φτερωτού αγγελιοφόρου των θεών και στη δυτική και στην ανατολική εικονογραφία, σε διάφορες τεχνικές.
Σε ένα από τα vitrail του ιερού του ναού της Laon[6], παρατηρούμε εύκολα πως ο αρχάγγελος Γαβριήλ είναι μια φτερωτή φιγούρα, με το ένα πόδι μπροστά. Ένα τμήμα του ενδύματός του ανεμίζει πίσω του. Διατηρώντας έτσι την ανάμνηση του αντίβαρου στο γλυπτό, ως απλό μοτίβο, χωρίς καμία λειτουργικότητα.

Ας αλλάξουμε χώρο, χρόνο και σχολή εικονογραφίας και ας πάμε στη Ρωσία του 15ου αι. Ο Αντρέι Ρουμπλιώφ, ένας από τους γνωστότερους αγιογράφους, αναφέρεται συχνά ως μαθητής του Θεοφάνη του Έλληνα. Στον Ευαγγελισμό που έχει φιλοτεχνήσει στο Ναό του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στο Κρεμλίνο[7], διαπιστώνουμε μία μικρή διαφορά στο πόδι που βγαίνει μπροστά. Κατά τα άλλα ξαναβρίσκουμε τα γνωστά μας σημεία με μια μεγαλύτερη ελευθερία στην κίνηση σε σχέση με προηγούμενα παραδείγματα.

Κατά την Ιταλική Αναγέννηση η ανοικοδόμηση της Ρώμης γίνεται αιτία να αποκαλυφθούν πολλά έργα της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας και να στραφούν οι καλλιτέχνες στη μελέτη και την επανασύνδεση με την τέχνη αυτή.
Οι διαφορές της μορφής που παρατηρούνται πλέον στη δυτική εικονογραφία, εντάσσονται στις νέες αναζητήσεις των καλλιτεχνών. Στο φρέσκο του Ευαγγελισμού του Fra Angelico στο Μοναστήρι-μουσείο του Αγ. Μάρκου στη Φλωρεντία[8], παρατηρούμε ότι η τοποθέτηση σώματος στο χώρο, η ελευθερία κίνησης που φτάνει ως την υπόκλιση και τα σύγχρονα ενδύματα, αποτελούν στοιχεία εξέλιξης της παράστασης και ταυτόχρονα της εικονογραφίας της φτερωτής φιγούρας. Μην ξεχνάμε ότι η δυτική αγιογραφία, ακολουθεί τα κινήματα τέχνης και την αισθητική κάθε εποχής.
Φτάνουμε στον 2ο αιώνα της ιταλικής αναγέννησης, περίοδος γνωστότερη ως μανιερισμός και, η ελευθερία της κίνησης μεγαλώνει ακόμη περισσότερο. Η ίδια παράσταση (Ευαγγελισμός) από τον Tiziano, από την εκκλησία του Σωτήρος στη Βενετία[9], μας δείχνει την εξέλιξη των τεχνών και τις κατακτήσεις των καλλιτεχνών μέσα σε έναν περίπου αιώνα, που μας οδηγούν σε μια περαιτέρω εξέλιξη της φτερωτής μορφής. Τα γνωρίσματα όμως που απομονώσαμε εξ αρχής είναι ακόμη εδώ: φτερωτή φιγούρα, με το δεξί πόδι να πατά σταθερά μπροστά, συχνά με μια μικρή κλίση του σώματος προς τα εμπρός.

Και στον 17ο αι διαπιστώνουμε σε διάφορες τεχνικές τη μεταφορά των γνωρισμάτων που απομονώσαμε. Ξαναβρίσκουμε μάλιστα στο σχέδιο του χαμένου αγάλματος του Λουδοβίκου του ΙΕ’ από τον Martin Desjardins[10] -κατασκευάστηκε το 1686 και καταστράφηκε κατά τη γαλλική επανάσταση- τη Νίκη να στεφανώνει τον Γάλλο βασιλιά όπως ακριβώς στεφάνωνε την Αθηνά και τον Μάρκο Αυρήλιο.

Κλείνουμε το «κεφάλαιο» έμμεσες επιδράσεις και περνάμε σε εκείνο των άμεσων, στον 20ο αι, όταν η ανεύρεση και η έκθεση του πρωτοτύπου της Νίκης της Σαμοθράκης έχουν πλέον ολοκληρωθεί.

Είναι γνωστό πως η αρχαία ελληνική τέχνη αποτέλεσε, πολλάκις, πηγή έμπνευσης για τον Νταλί[11]. Ερμηνεύει με τον τρόπο του τη φιγούρα της αγγελιοφόρου των θεών με το Σουρεαλιστή Άγγελο, κρατώντας και το συμβολισμό. Στο έργο του, οι φιγούρες των αγγέλων είναι τα μέσα επικοινωνίας με το θείο, η δίοδος προς τον ουρανό και, ταυτόχρονα, σύμβολα αγνότητας και ευγένειας. Συχνά αποκτούν τα χαρακτηριστικά της Γκαλά. Η Νίκη ως άγγελος (με την αρχαία ελληνική έννοια της λέξης), λειτουργεί σαν συνδετικός κρίκος της γης -όπου βρίσκεται ο Νταλί- με τον ουρανό –όπου έχει μεταβεί η Γκαλά.
Το κενό στην ευρύτερη περιοχή της καρδιάς δεν είναι μόνο μια ομολογία της ψυχολογίας του καλλιτέχνη. Αποτελεί το σύμβολο του δίαυλου, μέσα από τον οποίο συμβαίνει η επικοινωνία και δηλώνει μια σειρά αντιθέσεων. Αντιθέσεις που απασχολούν τον Νταλί, αλλά όχι το δικό μας θέμα.

Στην εικονογραφική γραμμή εξέλιξης της φιγούρας της Νίκης βρίσκεται ένα διαφορετικό, εκ πρώτης όψεως,  έργο. Η Νίκη της Θράκης του γλύπτη Νικολαΐδη, σε ανοξείδωτο χάλυβα[12] που βρίσκεται στην Κομοτηνή. Η φιγούρα είναι τόσο μινιμαλιστική που έχει μειωθεί μόνο σ΄ ένα σώμα και στα φτερά. Αν και σε πρώτη άποψη δε θυμίζει το γνωστό άγαλμα, ο ίδιος ο γλύπτης, διατύπωσε την πρόθεσή του να δώσει μια σύγχρονη μορφή στη συνέχεια της αρχαίας φιγούρας, μειώνοντας την στα απολύτως απαραίτητα γνωρίσματά της: σώμα, φτερά, όπως προείπαμε.

Το 1999 σε ένα είδος διαμαρτυρίας, ο Max Mulhern πρότεινε ένα άγαλμα που θα αντικαθιστούσε, όπως διατεινόταν, εκείνο της Νίκης στο Μ. του Λούβρου ώστε το πρωτότυπο να επιστρέψει στη Σαμοθράκη[13]. Ο συμβολισμός του ενός φτερού είναι διπλός. Πρώτα-πρώτα, το ένα μόνο φτερό σώθηκε σε βαθμό αποκατάστασης. Επιπλέον όμως, δηλώνει ένα είδος ακρωτηριασμού του αγάλματος που έχει συμβεί όταν αυτό αποσπάστηκε από το φυσικό του χώρο.
Ο γλύπτης εξέφρασε κάποια στιγμή τη διάθεσή να προσφέρει στους κατοίκους του νησιού της Σαμοθράκης το έργο αυτό και υπήρξε και παραγωγή μιας ταινίας «Max and the walking sculpture» το 2001 στη Γαλλία με καίρια συμβολή του Max Mulhern και του έργου του.

Πριν το θάνατό του το 1962, ο Γάλλος καλλιτέχνης Yves Klein είχε την πρόθεση να φιλοτεχνήσει αντίγραφο της Νίκης της Σαμοθράκης με το περίφημο μπλε χρώμα του. Όταν το 2009 η γαλλική φίρμα γυαλιού Lalique –που συχνά είχε συνεργαστεί μαζί του- έκλεισε 150 χρόνια λειτουργίας, θεώρησε ότι αυτό ήταν μια μεγάλη νίκη. Δημιούργησε με την αφορμή αυτή, μια σειρά αγαλματιδίων-αντιγργάφων του αρχαίου αγάλματος[14] σε μπλε χρώμα προς τιμήν του δικού της εορτασμού αλλά και του Yves Klein. Η σειρά κυκλοφόρησε επίσημα το 2011 σε 83 τεμάχια, όσα ακριβώς χρόνια θα έκλεινε ο Γάλλος καλλιτέχνης τη χρονιά αυτή, αν ζούσε.

Έζησε και δημιούργησε για πολλά χρόνια στο Παρίσι, είχε συνεπώς τις ευκαιρίες να μελετήσει πολύ καλά το πρωτότυπο. Πολλά έργα του Καρόλου Καμπελόπουλου έχουν στοιχεία από τη φιγούρα της Νίκης της Σαμοθράκης. Στο πιο πρόσφατο και αμεσότερο[15], μετέφερε σε μια σύγχρονη πρόταση όλα τα στοιχεία, ακόμη και την πλώρη. Πλώρη, αναλογικά μικρή και πυραμιδική, με όλους τους συμβολισμούς και την ιστορία που κουβαλάει το σχήμα αυτό, και που αφήνει τον πρώτο λόγο στο άγαλμα. Σεβόμενος την ιστορία και τον συμβολισμό, κρατάει τη μικρή κλίση του σώματος προς τα εμπρός, το άνοιγμα των φτερών, την απουσία των χεριών και του κεφαλιού. Παρουσιάζει όμως σε ένα και μόνο έργο την ιστορία της αρχαίας ελληνικής τέχνης. Από τη γεωμετρική εποχή, μέσα από τη στυλιζαρισμένη και μειωμένη σε γεωμετρικούς όγκους και σχήματα φιγούρα, ως την ελληνιστική, εποχή στην οποία χρονολογείται το έργο που χρησιμοποιήθηκε ως πρότυπο. Από σεβασμό επίσης, δεν δουλεύει το ίδιο υλικό με το πρωτότυπο. Επιλέγει ένα άλλο, εξ’ ίσου αγαπημένο υλικό των αρχαίων Ελλήνων γλυπτών, τον μπρούντζο.
Η οξύτητα των ακμών και η σκληρότητα του μετάλλου αντανακλούν τη δια πυρός και σιδήρου ιστορία του λαού, αλλά και τις εποχές που ακολουθούν. Το άγαλμα φτιάχτηκε το 2012, όταν οι δυσκολίες για την Ελλάδα είχαν ήδη αρχίσει, σαν προαίσθημα και σαν πρόβλεψη μαζί. Το έργο αυτό βρίσκεται σήμερα στην παραλία του οικισμού της Καμαριώτισσας, στη Σαμοθράκη.

Καθόλου τυχαία η επιλογή της Νίκης και για μια νεότερη καλλιτέχνιδα. Πως θα ήταν η Νίκη της Σαμοθράκης αν επιβίωνε στην σημερινή Ελλάδα; Ήταν το ερώτημα που έθεσε στον εαυτό της η Αιμιλία Μελετίου, ως 24χρονη απόφοιτος του Goldsmiths University στο Λονδίνο. Την απάντηση την έδωσε με αυτό το γλυπτό[16]: μια Νίκη 2,5 μ ψιλή, αδυνατισμένη έως αποστεωμένη, ακέφαλη, με γυάλινα φτερά με στόματα αντί για πούπουλα. Εικόνα εξαθλίωσης της σύγχρονης Ελλάδας. Η δουλειά γδαρσίματος που έκανε ώστε να την λεπτύνει, υπονοεί, μέσω του διαβήματος του καλλιτέχνη, το γδάρσιμο που υφίσταται ο έλληνας σήμερα.
Η επιλογή της Νίκης, έγινε γιατί ήταν το αγαπημένο άγαλμα της Αιμιλίας Μελετίου. Η σύγχρονη πραγματικότητα την οδήγησε σε μια μεταποίηση-δήλωση, ακόμη και διαμαρτυρία. Όσο για τα στόματα στα φτερά, αφήνει τον θεατή να αποφασίσει αν θα σωπάσουν ή αν θα φωνάξουν και μέσα από αυτό, την επιλογή πράξης ή αδράνειας. Ακόμη και το χρώμα της σκουριάς του μπρούντζου, αντανακλά το πέρασμα και κυρίως, τη φθορά του χρόνου. Ταυτόχρονα όμως, η πατίνα αυτή, εξασφαλίζει την προστασία του υλικού και τη διάρκειά του στο χρόνο, συνεπώς και την επιβίωση. 

Τέλος, δύο γνωστά, καθημερινά θα λέγαμε, σύμβολα, εμπνευσμένα από τη μορφή της φτερωτής θεάς. Αποτελούν ίσως τις μινιμαλιστικότερες αποδόσεις του αγάλματος. Στο σύμβολο της νίκης, το χέρι και τα υψωμένα δάχτυλα, αναπαριστούν εν συντομία το σώμα και τα φτερά της φιγούρας.
Στο σήμα της γνωστής εταιρείας αθλητικών ειδών, τα φτερά και μόνο, αποδίδουν το συμβολισμό της νίκης του αθλητή, βάζοντας σε πορεία προπαγανδιστικού σήματος τη Νίκη της Σαμοθράκης. Η εμπνευστής του σήματος, Carolyn Davidson το 1971, το σχεδίασε ως τη στυλιζαρισμένη απόδοση του φτερού της αρχαίας θεότητας. Άλλωστε, το όνομα της εταιρείας δεν είναι παρά εκείνο της ίδιας της Νίκης. 

Εννοείται, πως τα εικονογραφικά παραδείγματα είναι πολύ περισσότερα από όσα είδαμε μαζί σήμερα. Θέλω όμως να πιστεύω, ότι ήταν ικανά να δείξουν πως η φιγούρα της Νίκης γενικά, και της Νίκης της Σαμοθράκης ειδικά, ενέπνευσε έμμεσα και άμεσα τους καλλιτέχνες κάθε εποχής και ανεξάρτητα από κάθε θρησκεία. Και βέβαια, διαπιστώνουμε ότι συνεχίζει να εμπνέει και τους σύγχρονους και νεότερους καλλιτέχνες.

Βιβλιογραφία:
·         Alpay Pasinli, Istanbul Archaeological Museums, ed. Fatih Cimok, A Turizm Yayinlari, Istanbul, 2010.
·         M. Hamiaux, La victoire de Samothrace, collection solo, éd. Musée du Louvre, RMN, Paris 2007.
·         Sabine Jainski, Sigrid Hauser, (translation into English: Dafydd Rees Roberts), Pergamon Museum Berlin, 66 masterpieces, Scala, Pergamonmuseum Berlin, 2005.
·         Daniel Marzona, Minimal Art, Taschen, Bonn, 2004.
·         Νίκη Λοϊζίδη, ανάτυπο του άρθρου «η Νίκη της Θράκης» στην εφημερίδα Το Βήμα, 4-05-1997, Οι μεταμφιέσεις της τέχνης και οι ψευδαισθήσεις της κριτικής, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα, 1999.
·         Alain Pasquier, Sophie Descamps, Corinne Jouys Barbelin, σημειώσεις μαθημάτων της Σχολής του Λούβρου, ειδικότητα Ελληνικής Αρχαιολογίας, 1993-1996.
·         Sophie Baratte, Jannic Durand, σημειώσεις μαθημάτων της Σχολής του Λούβρου, Γενική Ιστορία Τέχνης: η τέχνη του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης, 1993-1994.
·         Alain Pasquier, Le Louvre, Les antiquités grecques, étrusques et romaines, ed. Scala, RMN, 1991.
·         Anthony Blunt, Art et architecture en France 1500-1700, trad. française, éd. Macula, Paris, 1983.

Πηγές:
·         http://www.louvre.fr/
·         http://www.lalique.com/en_GB
·         http://maxmulhern.blogspot.gr/
·         http://www.karolos.gr/



[1] Νίκη της Σαμοθράκης, 2ος αι. π.Χ., Παρίσι, Μουσείο του Λούβρου,
[2] Μονομαχία Αθηνάς-Αλκυονέα, Βωμός του ναού του Διός, Μάρμαρο, Πέργαμος, 2ος αι. π.Χ, Βερολίνο, Pergamonmuseum, Antikensammlung, (http://www.pi-schools.gr/lessons/aesthetics/eikastika/afises/images/afises/6g_1.jpg)

[3] Μαρμάρινο ανάγλυφο από μνημείο θριάμβου, 176-180 μ.Χ. Palazzo dei Conservatori, Ρώμη (http://en.museicapitolini.org/collezioni/percorsi_per_sale/museo_del_palazzo_dei_conservatori/scalone/rilievo_da_monumento_onorario_di_marco_aurelio_trionfo)
[4] Ανάγλυφο Νίκης, Βασιλική πύλη (Balat), Μάρμαρο, 6ος αι. μ.Χ, Αρχαιολογικό Μ. Κωνστντινούπολης (http://en.m.wikipedia.org/wiki/File:Nike_Balat_Gate_Istanbul.JPG)
[5]Ο Αρχάγγελος Γαβριήλ, Μωσαϊκό,  6ος-7ος αι. μ.Χ, Μοναστήρι Παλαγίας Αγγελόκτιστης, Κίτιο Κύπρου (https://www.facebook.com/photo.php?fbid=405967779517438&set=pb.133880823392803.-2207520000.1375370790.&type=3&theater).
[6] Ευαγγελισμός, Vitrail, 13ος αι μ.Χ., Καθεδρικός ναός Laon, (http://www.flickriver.com/photos/sgparry/3714973840/)
[7] Ευαγγελισμός, 1405, Andrei Rublev, Ναός Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, Κρεμλίνο (http://www.wikipaintings.org/en/andrei-rublev/annunciation-1405)
[8] Fra Angelico: Ευαγγελισμός, Φρέσκο, 1437-1446, Μοναστήρι-Μουσείο Αγ. Μάρκου, Φλωρεντία (https://en.wikipedia.org/wiki/File:Fra_Angelico_043.jpg).
[9] Tiziano: Ευαγγελισμός, π. 1564 μ.Χ., Βενετία, Εκκλησία του Σωτήρος (http://www.frammentiarte.it/dal%20Gotico/Tiziano%20opere/45%20annunciazione.htm)
[10] Martin Desjardins: Σχέδιο του χαμένου αγάλματος του Λουδοβίκου ΙΕ’ (17ος αι.) που καταστράφηκε κατά τη γαλλική επανάσταση, Place des Victoires, Παρίσι, (http://en.wikipedia.org/wiki/File:Desjardins_statue_Louis_XIV_pl_des_Victoires.jpg)

[11] Salvador Dali: Ο Σουρεαλιστής Άγγελος, 1983, Espace Dali, Παρίσι (http://www.artregister.com/qu_art_files/dali/ange_surrealiste.html)
[12] Γ. Νικολαϊδης: Η Νίκη της Θράκης, 1997, Ανοξείδωτος χάλυβας, Κομοτηνή, (στην παρουσίαση χρησιμοποιήθηκε φωτογραφία του Μάρκου Μωραΐτη ©).
[13] Max Mulhern: Η Νέα Νίκη της Σαμοθράκης, 1999, Σαμοθράκη (φωτογραφία στο προσωπικό blog του καλλιτέχνη: http://maxmulhern.blogspot.gr/).
[14] Lalique: Η Νίκη της Σαμοθράκης,  Γυαλί, 2009, Limited Edition, 83 τεμάχια (φωτογραφία στην επίσημη ιστοσελίδα του οίκου Lalique: http://www.lalique.com/en_GB)

[15] Κάρολος Καμπελόπουλος, Νίκη της Σαμοθράκης, μπρούντζος, 2012 (φωτογραφία στην επίσημη ιστοσελίδα του δημιουργού http://www.karolos.gr/)
[16] Αιμιλία Μελετίου: Winged Victory. Winged Whaat? (Just.Do.It)
Γυαλί, πηλός, σίδερο, ρητίνη, υαλοβάμβακας, γύψος, χρώμα αυτοκινήτου. 2013.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου